- επίπονος
- -η, -οεπίρρ. -α που γίνεται με κόπο, κοπιαστικός, κουραστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπίπονος — painful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ἐπιπονώτερον — ἐπίπονος painful masc acc comp sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπονος painful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτων — ἐπίπονος painful fem gen superl pl ἐπίπονος painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονώτατα — ἐπίπονος painful adverbial superl ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονώτατον — ἐπίπονος painful masc acc superl sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπόνως — ἐπίπονος painful adverbial ἐπίπονος painful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπονον — ἐπίπονος painful masc/fem acc sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτη — ἐπίπονος painful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτην — ἐπίπονος painful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)